διαφθορά — διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc/acc dual διαφθορά̱ , διαφθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορᾷ — διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορά — η 1. ο ανήθικος τρόπος ζωής, η ηθική κατάπτωση: Ζει μέσα στη διαφθορά. 2. εξαγορά, δωροδοκία: Η διαφθορά δημόσιων λειτουργών είναι το χειρότερο δείγμα ξεπεσμού των δημόσιων ηθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
διαφθορᾶι — διαφθορᾷ , διαφθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθοράν — διαφθορά̱ν , διαφθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθοράς — διαφθορά̱ς , διαφθορά destruction fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθοραῖς — διαφθορά destruction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθοραί — διαφθορά destruction fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορᾶς — διαφθορά destruction fem gen sg (attic doric aeolic) διαφθορεύς corrupter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορῆς — διαφθορά destruction fem gen sg (epic ionic) διαφθορέω pres ind act 2nd sg (doric) διαφθορεύς corrupter masc nom pl διαφθορεύς corrupter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)